ασπιδοφόρος — ἀσπιδοφόρος, ον (AM) ο ασπιδηφόρος* … Dictionary of Greek
ἀσπιδοφόρος — bearing a shield masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοφόρον — ἀσπιδοφόρος bearing a shield masc/fem acc sg ἀσπιδοφόρος bearing a shield neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοφόροι — ἀσπιδοφόρος bearing a shield masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοφόροις — ἀσπιδοφόρος bearing a shield masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοφόρου — ἀσπιδοφόρος bearing a shield masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοφόρους — ἀσπιδοφόρος bearing a shield masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοφόρων — ἀσπιδοφόρος bearing a shield masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριμοσκουτάριος — ὁ, Μ 1. ασπιδοφόρος σωματοφύλακας στη βασιλική φρουρά 2. στον πληθ. oἱ πριμοσκουτάριοι οι σωματοφύλακες υπερασπιστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primus scutarius < primus «πρώτος» + scutarius «ασπιδοφόρος» (< scutum «ασπίδα»)] … Dictionary of Greek
σκουτάριος — ο, ΝΜΑ (στο Βυζ.) 1. στρατιώτης που έφερε σκουτάρι, ασπιδοφόρος 2. ασπιδοφόρος οπλίτης τής ιδιαίτερης σωματοφυλακής τού αυτοκράτορα 3. αξιωματούχος τής Αυλής που κρατούσε το σκουτάρι τού αυτοκράτορα 4. ο εργαζόμενος στα εργαστήρια κατασκευής… … Dictionary of Greek